Ουσιαστικό επεξεργασία. πετάλι ουδέτερο. (τεχνολογία, προφορικό) πεντάλ, ποδοκίνητος μοχλός που προκαλεί κίνηση; (ποδηλασία, προφορικό) το πεντάλ του ...
People also search for
πετάλι ; footboard n, (foot-operated lever), πετάλι ουσ ουδ ; pedal n, (vehicle: foot control), πετάλι ουσ ουδ ; πεντάλ ουσ ουδ άκλ ; ποδομοχλός ουσ αρσ ; Cars with ...
πετάλι το [petáli] Ο44 : (προφ.) · πετάλι το : κέφαλος που τον έχουν ανοίξει στα δύο και τον έχουν παστώσει ή τον έχουν ψήσει. · πεταλιά η [petalá] Ο24 : ...
Rating
(50)
Πετάλι, Ηράκλειο Κρήτης. Αρέσει σε 3.162 · 13 μιλούν γι' αυτή τη Σελίδα · 47 ήταν εδώ. Πετάλι - Ποδήλατα – Αξεσουάρ – Ανταλλακτικά – Service – Είδη...
Greek edit. Alternative forms edit · πεντάλ n (pentál). Noun edit. πετάλι • (petáli) n. pedal. Declension edit. show ▽declension of πετάλι ...
Many translated example sentences containing "πετάλι" – English-Greek dictionary and search engine for English translations.